- βλασερός
- και βρασερός, -ή, -ό1. (για όσπρια) αυτός που βράζει εύκολα2. (για ψωμί) ζεστός ακόμη από τον φούρνο3. (για τυρί) νερουλός, όχι σφιχτός4. (για καρπούς) εύσαρκος, χυμώδης5. (για ανθρώπους) φρέσκος, γεμάτος ζωντάνια.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. βλασερός < βρασερός (< βράση) με ανομοίωση].
Dictionary of Greek. 2013.